-
1 φάρμακον
φάρμακον, τό, jedes künstliche Mittel, bes. zur Hervorbringung physischer Wirkungen; – 1) Heilmittel, Arzneimittel, sowohl gegen äußerliche Verletzungen als gegen innere Krankheiten, sowohl äußerlich, als innerlich zu brauchen; oft bei Hom.: ἐπιϑήσει φάρμαχ', ἅ κεν παύσῃσι μελαινάων ὀδυνάων Il. 4, 191; ἐπ' ἄρ' ἤπια φάρμακα πάσσε ib. 218; ἐπιπάσσων ὀδυνήφατα φάρμακα 5, 401. 900; ἀκήματα ὀδυνάων 15, 394; – πραΰ Pind. Ol. 13, 85; ὁποίοις φαρμάκοις ἰάσιμος Aesch. Prom. 473; Soph. Ai. 1234 u. in Prosa. – Nach der Art des Gebrauches unterschieden die Alten χριστά, παστά oder ἐπίπαστα, πλαστά u. καταπλαστόν, Ar. Plut. 716 Theocr. 11, 1, βρώσιμα, πότιμα oder πιστά; φάρμακον πεπωκώς Her. 4, 160; vgl. Aesch. Prom. 479 ff.; φάρμακα προςανέα πίνοντας Pind. P. 3, 53; Plat. Gorg. 456 b; Xen. An. 6, 2,11. – 2) Gift, tödtliches, Verderben, Unheil bringendes Mittel; κακά, λυγρά, οὐλόμενα, ἀνδροφόνα, ϑ υμοφϑόρα, Il 22, 94 Od. 1, 261. 2, 329. 10, 213. 236. 394; Soph. Trach. 682; φαρμάκοις μῆναί τινα Ar. Th. 561; φάρμακα εἰςβάλλειν εἰς τὰ φρέατα Thuc. 2, 48. – 3) Zaubermittel; denn dem einfachen Naturmenschen gilt Arznei, Gift und Zaubermittel für Eins; sowohl von Zaubertränken und Salben, als von Zauberformeln und Beschwörungen, Il. 11, 741 Od. 4, 220. 230; – jedes geheime Mittel, Etwas zu bewirken, Her. 3, 85. – 4) Uebh. Hülfsmittel, Gegenmittel; Hes. O. 481; αὐρᾶν ψυχρᾶν, gegen kalte Lüfte, Pind. Ol. 9, 97; νόσου Aesch. Prom. 249; πάλαι τὸ σιγᾶν φάρμακον βλάβης ἔχω Ag. 534; πόνων Eur. Bacch. 283; τὸ ϑανεῖν κακῶν μέγιστον φάρμακον νομίζεται Heracl. 596; φόβου Plat. Legg. I, 647 e; πενϑέων Philet. 1; ἔρωτος Theocr. 14, 52, wie πρὸς τὸν ἔρωτα 11, 1; δίψης φάρμακα ἀλεξίκακα κύπελλα Thall. 3 (VI, 170); – aber auch Erregungsmittel; so heißt der Wein φάρμακον ἀφροσύνης, der Raserei erregt, u. Anacharsis nannte das Salböl der Ringer φάρμακον μανίας, wodurch sie gleichsam Wuth gegen einander hervorzaubern; – σωτηρίας φ. Eur. Phoen. 900; μνήμης καὶ σοφίας φ, Plat. Phaedr. 274 e, vgl. 275 a. – 5) Färbemittel; ἠνϑισμένοι φαρμάκοισι Her. 1, 93; πολύχροα Empedocl. 84; – Schminke, Malerfarbe, Plat. Crat. 424 e Polit. 277 c; s. Piers. Moer. p. 399 Schäf. D. Hal. C. V. p. 289. – Auch Reizmittel, den Wohlgeschmack der Speisen zu erhöhen, Würze; dah. übertr., κάλλιστον φάρμακον ἀρετᾶς ἐπὶ ϑανάτῳ εὑρέ-σϑαι, die Würze, welche die Tugend selbst dem Tode giebt, Pind. P. 4, 187. – [Die Penultima ist von einigen ion. Dichtern auch lang gebraucht, Gaisf. Hephaest. 254 u. Hipponax, s. φαρμακός.]
-
2 φάρμακον
φάρμᾰκον [v. sub fin.], τό,A drug, whether healing or noxious: in Hom. the sense is freq. determined by an epith.,φάρμακα, πολλὰ μὲν ἐσθλὰ.., πολλὰ δὲ λυγρά Od.4.230
;τόδε φ. ἐσθλόν 10.287
, cf. 292; φ. ἤπια, ὀδυνήφατα (v. infr. 2); κακὰ φ. ib. 213; φ. λυγρά ib. 236; φ. οὐλόμενον ib. 394;ἀνδροφόνον 1.261
;θυμοφθόρα φ. 2.329
; so, after Hom.,προσανέα φ. Pi.P.3.52
; ; ;θανάσιμα Ph.Bel.103.31
;ὀλέθριον Luc.Herm. 62
.2 healing remedy, medicine, in Hom. mostly of those applied outwardly, ; ἐπ' ἄρ' ἤπια φάρμακα πάσσε ib. 218;ὀδυνήφατα φ. πάσσων 5.401
, 900, cf. 11.515, 830, 15.394;προσάλειφεν ἑκάστῳ φ. Od.10.392
;φ. περιαλείφειν Ar.Eq. 906
; also of potions,πιὼν φάρμακ' Od.10.326
;φ. πεπωκώς Hdt.4.160
, cf. Pi. l. c.;παρὰ τοῦ ἰατροῦ Pl.R. 406d
, cf. Grg. 467c;φ. χριστόν E.Hipp. 516
;ἔγχριστον Theoc.11.1
;ἐπίχριστον Str.17.1.10
;ἐπίπαστον Theoc.
l. c.;καταπλαστόν Ar.Pl. 716
;ποτόν E.Hipp.
l.c.; freq. in Medic. writers, Sor. 1.4, Gal.6.265, etc.; of medicines for cattle, PFlor.222.11 (iii A. D.).b c. gen. (v. infr. 11), φ. νόσου a medicine for it, remedy against it, A.Pr. 251, 606 (lyr.);βηχός Phryn.Com.60
: κεφαλῆς for a head-ache, Pl.Chrm. 155b;στραγγουρίας Arist.HA 612b16
, cf. 624a16; ;δίψης AP 6.170
(Thyill.); but ὑγιείας φ. a medicine to restore or maintain health, Aristid.Or.37(2).11.3 enchanted potion, philtre: hence, charm, spell, Od.4.220 sq., Ar.Pl. 302, Theoc.2.15, PSI1.64.20 (i B. C.);φαρμάκοις τὸν ἄνδρ' ἔμηνεν Ar.Th. 561
; τοιαῦτα ἔχω φ. such charms have I, Hdt.3.85, cf. Apoc.9.21.4 poison, S.Tr. 685, E.Med. 385;πιεῖν τὸ φ. Antipho6.15
, Pl.Phd. 57a, 115a; ;φ. δηλητήρια SIG37
A 1 (Teos, v B. C.); (iv A. D.).II generally, remedy, cure, Hes.Op. 485, Alc.35, etc.; μεῖζον.. τῆς νόσου τὸ φ. the cure too strong for, i. e. worse than, the disease, S.Fr.589.4, cf. Com.Adesp. 455; φ. πραΰ, of a bridle, Pi.O.13.85; φ. τινι for a thing, Thgn. 1134 (pl.), Archil.9; ;ποττὸν ἔρωτα Theoc. 11.1
; but most freq. φ. τινός remedy against..χλαῖνα.. φ. ῥίγευς Hippon.19
;Ζεὺς πάντων φ. μοῦνος ἔχει Simon.87
;τὸ σιγᾶν φ. βλάβης ἔχω A.Ag. 548
; φ. πόνων, λύπης, E.Ba. 283, Fr. 1079; δόλοι.. χρείας ἀνάνδρου φ. ib. 288; ; λήθης φάρμακα (of γράμματα) E.Fr.578.1; v. εὐδιανός.2 c. gen. also, a means of producing something,φ. σωτηρίας Id.Ph. 893
;μνήμης καὶ σοφίας φ. Pl.Phdr. 274e
; ὑπομνήσεως ib. 275a, cf. 230d;ἀθανασίας Antiph.86.6
; ; φ. μανίας, of the oil applied to wrestlers, D.L.1.104.3 ἐπὶ θανάτῳ φ. ἑᾶς ἀρετᾶς εὑρέσθαι a remedy or consolation in his own virtue, Pi.P.4.187.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φάρμακον
См. также в других словарях:
φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση … Dictionary of Greek
ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; … Православная энциклопедия
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κινηματογράφος — ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ Η παρατεταμένη προϊστορία Στο ξεκίνημα του εικοστού αιώνα ο ελληνικός κινηματογράφος ακολουθεί κοινή πορεία με τον κινηματογράφο των υπόλοιπων μικρών περιφερειακών χωρών, οι οποίες παρακολουθούν με θαυμασμό και τάσεις… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
Γεώργιος — I (275 – 305 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, γνωστός ως Τροπαιοφόρος και Θαυματουργός. Πληροφορίες για τη ζωή του περιέχουν τα Συναξάρια. Γεννήθηκε από εύπορους χριστιανούς γονείς και διέθετε πολλά φυσικά και πνευματικά χαρίσματα.… … Dictionary of Greek
ГРИГОРИЙ ПАЛАМА — [Греч. Γρηγόριος Παλαμᾶς] (ок. 1296, К поль 14.11.1357, Фессалоника), свт. (пам. 14 нояб., переходящее празд. во 2 ю Неделю Великого поста), архиеп. Фессалоникийский, отец и учитель Церкви. Жизнь Источники Свт. Григорий Палама. Икона. Посл. треть … Православная энциклопедия
Δωρόθεος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αργείος χαλκοπλάστης (5ος αι. π.Χ.). 2. Ολύνθιος γλύπτης (1ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Ηγήσανδρου. Αναφέρεται ως ο δημιουργός αγάλματος του Πομπήιου, την κατασκευή του οποίου του ανέθεσαν το 62 π.Χ. οι Μυτιληναίοι,… … Dictionary of Greek
Ανθέμιος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αξιωματούχος του Βυζαντίου (αρχές 5ου αι. μ.Χ.). Διετέλεσε πρεσβευτής στην Περσία, μάγιστρος του αυτοκρατορικού οίκου, ύπατος, διοικητής της Ανατολής και πατρίκιος. Την ικανότητά του στα διάφορα αξιώματα μαρτυρεί το… … Dictionary of Greek